Το σύμφωνο συμβίωσης είναι η συμφωνία δύο ενήλικων προσώπων με την οποία οργανώνουν τη συμβίωσή τους ώστε να θεωρούνται επίσημα ζευγάρι. Το σύμφωνο συμβίωσης είναι ένας εύκολος τρόπος να δεσμευτούν νομικά δύο άνθρωποι που θέλουν να θεωρούνται “σύζυγοι”. Αποφεύγεται έτσι η τέλεση θρησκευτικού ή πολιτικού γάμο. Τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματά του είναι κυρίως η ευκολία με την οποία καταρτίζεται και λύεται. Για την λύση δεν απαιτείται διαζύγιο). Ένα άλλο πλεονέκτημα είναι η ρύθμιση των περιουσιακών σχέσεων του ζεύγους.
Καταρτίζεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Αρχίζει να ισχύει απ’ όταν κατατεθεί ένα αντίγραφό του στον ληξίαρχο του τόπου κατοικίας του ζεύγους, το οποίο καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο του Ληξιαρχείου. Δεν επιτρέπεται να συναφθεί σύμφωνο συμβίωσης αν υφίσταται γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης των ενδιαφερόμενων προσώπων ή του ενός από αυτά. Επίσης, αν οι ενδιαφερόμενοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριορίστως και εκ πλαγίου μέχρι και τον τέταρτο βαθμό, καθώς και εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριορίστως και αν μεταξύ τους έχουν σχέση υιοθετούντος και υιοθετούμενου. Σε περίπτωση που συναφθεί σύμφωνο συμβίωσης παρά τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, τότε το σύμφωνο θεωρείται άκυρο. Την ακυρότητα μπορεί να επικαλεσθεί, εκτός από τους συμβληθέντες, και όποιος προβάλλει έννομο συμφέρον οικογενειακής ή περιουσιακής φύσης.
πως λύεται το σύμφωνο συμβίωσης
Το σύμφωνο συμβίωσης λύεται πολύ εύκολα με τους εξής τρόπους: α) με συμφωνία των συμβληθέντων, που γίνεται αυτοπροσώπως με συμβολαιογραφικό έγγραφο, β) με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, αφότου αυτή κοινοποιηθεί με δικαστικό επιμελητή στον άλλον και γ) αυτοδικαίως, αν συναφθεί γάμος είτε μεταξύ των συμβληθέντων είτε μεταξύ ενός από αυτούς και τρίτου. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις το σύμφωνο συμβίωσης θεωρείται ότι έπαυσε να ισχύει απ’ όταν κατατεθεί το συμβολαιογραφικό έγγραφο ή η μονομερής δήλωση στον ληξίαρχο. Αρμόδιος είναι ο ληξίαρχος όπου έχει καταχωρηθεί η σύστασή του συμφώνου.
Το σύμφωνο συμβίωσης δεν μεταβάλλει το επώνυμο των συμβληθέντων. Ο καθένας μπορεί, εφόσον συγκατατίθεται ο άλλος, να χρησιμοποιεί στις κοινωνικές σχέσεις το επώνυμο του άλλου. Μπορεί επίσης εάν το επιθυμεί να το προσθέτει στο δικό του.
αντικείμενα ρύθμισης με το σύμφωνο συμβίωσης
Με το σύμφωνο συμβίωσης ή και με μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο μπορεί να ρυθμίζονται οι περιουσιακές σχέσεις των συμβληθέντων. Ιδίως μπορεί να ρυθμιστεί η τύχη των περιουσιακών στοιχείων που θα αποκτηθούν (αποκτήματα). Αν δεν υπάρχει συμφωνία για τα αποκτήματα, το κάθε μέρος έχει, μετά τη λύση του συμφώνου, αξίωση κατά του άλλου για ό,τι αυτό απέκτησε και με τη δική του συμβολή. Η αξίωση αυτή δεν γεννάται στο πρόσωπο των κληρονόμων του δικαιούχου. Επίσης, η αξίωση δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται από αυτούς, στρέφεται όμως κατά των κληρονόμων του υποχρέου. Η αξίωση παραγράφεται δύο έτη απ’ όταν λυθεί το σύμφωνο συμβίωσης.
Με το σύμφωνο συμβίωσης ή και με μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο μπορεί να συμφωνηθεί ότι το ένα ή το άλλο μέρος είτε και αμοιβαίως, έχει υποχρέωση διατροφής μόνο για την περίπτωση κατά την οποία, μετά τη λύση του συμφώνου, το ένα από τα μέρη δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του. Η υποχρέωση αυτή δεν βαρύνει τους κληρονόμους του υποχρέου. Ο δικαιούχος διατροφής από το σύμφωνο συμβίωσης συμπορεύεται, ως προς το δικαίωμα διατροφής, με τον διαζευγμένο σύζυγο του υποχρέου. Ο υπόχρεος διατροφής, μετά τη λύση του συμφώνου συμβίωσης, δεν μπορεί να επικαλεσθεί την υποχρέωσή του αυτή, προκειμένου να απαλλαγεί, εν όλω ή εν μέρει, από την υποχρέωση συνεισφοράς ή διατροφής του συζύγου του ή της διατροφής των ανήλικων τέκνων του.
παιδιά γεννημένα κατά την διάρκεια του συμφώνου
Το παιδί που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή εντός τριακοσίων ημερών από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητάς του, τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατάρτισε το σύμφωνο. Το τεκμήριο ανατρέπεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση κατόπιν άσκησης αγωγής με αίτημα την προσβολή πατρότητας. Πάντως η ακυρότητα ή η ακύρωση του συμφώνου συμβιώσεως δεν επηρεάζει την πατρότητα των παιδιών.
Κάθε παιδί που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή εντός τριακοσίων ημερών από τη λύση του, φέρει το επώνυμο που επέλεξαν οι γονείς του με κοινή και αμετάκλητη δήλωσή τους. Η δήλωση αυτή που περιέχεται στο σύμφωνο ή σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο, πριν τη γέννηση του πρώτου τέκνου. Το επώνυμο που επιλέγεται ισχύει για όλα τα τέκνα και είναι το επώνυμο του ενός από τους γονείς ή συνδυασμός τους. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από δύο επώνυμα. Αν η δήλωση παραλειφθεί, το τέκνο θα έχει σύνθετο επώνυμο, αποτελούμενο από το επώνυμο και των δύο γονέων του. Αν το επώνυμο του ενός ή και των δύο γονέων είναι σύνθετο, το επώνυμό του θα σχηματισθεί με το πρώτο.
Η γονική μέριμνα τέκνου που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την αναγνώριση της ακυρότητάς του ανήκει στους δύο γονείς και ασκείται από κοινού. Οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τη γονική μέριμνα και την επιμέλεια των τέκνων που κατάγονται από γάμο εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή .